- μπαγάσα
- μπαγάσα, ἡ (Μ)παλιογυναίκα, πόρνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bagascia ή γαλλ. bagasse «πόρνη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπαγάσας — ο 1. κίναιδος 2. κατεργαράκος, επιτήδειος («είδες πώς τά κατάφερε ο μπαγάσας;») 3. αναξιόπιστος, αχρείος, διεφθαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μπαγάσα (ἡ), με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
μπαγάσικος — η, ο [μπαγάσας] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε μπαγάσα, κατεργάρης, πονηρός 2. το ουδ. ως ουσ. το μπαγάσικο λέγεται με θωπευτική σημασία («πού θα μού πας μπαγάσικο!»). επίρρ... μπαγάσικα με μπαγάσικο τρόπο … Dictionary of Greek
μπαγάσας — ο 1. (λ. γαλλ.), άνθρωπος αναξιόπιστος, παλιάνθρωπος: Με γέμισε ψέματα ο μπαγάσας! 2. φρ., «Βρε τον μπαγάσα» (με θαυμασμό), τον πονηρό, τον κατεργάρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)